Το Άγχος σύμφωνα με τον Ζάκ Λακάν (Άγχος 2ο Μέρος)

31 Μαρτίου, 2022

 

Εάν στην φροϋδική θεωρία, όπως είδαμε, το άγχος συνδέεται με το φόβο επανάληψης πρώιμων αγχογόνων εμπειριών αλλά και με φαντασιώσεις που αφορούν το μητρικό αντικείμενο αλλά και εν γένει εκείνο του πατέρα, στο λακανικό ψυχαναλυτικό πεδίο η προσέγγιση για το άγχος εστιάζει στην υποκειμενική λειτουργία που αποτυγχάνει να ανταπεξέλθει στην εισβολή αυτού του μη-νοήματος. Εδώ μπορούμε να αναρωτηθούμε το γιατί αυτής της αποτυχίας. Αλλά ας αφήσουμε το ερώτημα προσωρινά για να επανέλθουμε με μια απάντηση προς το τέλος αυτής της θεωρητικής παρέμβασης.

 

Ο Jacques Lacan, που θα προσδώσει στην ψυχανάλυση τη γνήσια φροϋδική της ταυτότητα μέσω του σύνθετου εγχειρήματος επιστροφή στον Freud, θα αφιερώσει μια ολόκληρη σεμιναριακή χρονιά στην προβληματική του άγχους (Anxiety, 1962-1963, Polity Press, 2014). Στο ομώνυμο σεμινάριο θα υποστηρίξει πως το άγχος είναι το μόνο (σινιάλο) που δεν εξαπατά». Εννοεί πως το άγχος βιώνεται ως κάτι τόσο βέβαιο που το υποκείμενο είναι αδύνατον να το μπερδέψει με κάτι άλλο. Έχει μια διάσταση βεβαιότητας. Το άγχος δεν είναι αμφιβολία αλλά είναι το αίτιο της αμφιβολίας, δηλαδή είναι ένα affect που προηγείται.

 

Είναι πολύ συχνή η φράση ότι το άγχος είναι μία ασθένεια της σύγχρονης εποχής. Μία γενικευμένη κατάσταση που επηρεάζει όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο αυτή η αναφορά εμπεριέχει κάτι το καταχρηστικό. Γιατί η εμπειρία του άγχους διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο καθώς βιώνεται ενικά μέσα στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ξεχωριστά. Πρόκειται για εκείνο το συναίσθημα που αγγίζει την αλήθεια του κάθε υποκειμένου στην ενικότητά του.

 

Εάν το άγχος όπως προαναφέρθηκε είναι ένα σινιάλο, θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε τίνος πράγματος είναι το σινιάλο; Συμφωνώντας με τον Freud (είδαμε ήδη στο πρώτο μέρος ότι ο φόβος της απώλειας της μητέρας ή του προσώπου που προσφέρει ικανοποίηση, βιώνεται από το βρέφος ως κίνδυνος και η εμπειρία αυτή αποτελεί το σινιάλο του άγχους του), ο Lacan θα υποστηρίξει πως το άγχος είναι αυτό που εγγράφεται στο σώμα του ομιλούντος υποκειμένου και σηματοδοτεί, θα λέγαμε, την σχέση του με αυτό το ανοίκειο, δυσφορικό, αινιγματικό και πολλές φορές ακατανόητο μη-νόημα. Επομένως, το εν λόγω σινιάλο συνδέεται με αυτό που στη γλώσσα της ψυχανάλυσης αποκαλούμε το πραγματικό της απόλαυσης.

 

Ο Freud στο δοκίμιο του Πέραν της Αρχής της Ευχαρίστησης θα διευκρινίσει ότι αυτό το πέραν, αυτό που βρίσκεται πέρα από το όριο της ομοιοστασίας, δηλαδή πέραν της ομοιοστατικής επιστροφής στην ισορροπία, είναι μια απόλαυση που παύει να είναι ευχάριστη και γίνεται ανυπόφορη. Είναι μια υπεραπόλαυση που ο Lacan θα εξισώσει με μια οδυνηρή απόλαυση και θα την αποδώσει με τον νεολογισμό Jouissance. Το πραγματικό της απόλαυσης είναι επομένως αυτό που το υποκείμενο είναι αδύνατον να αντέξει, αδύνατον να εξηγήσει και το οποίο προσβάλει την σκέψη και το σώμα.

 

Σε αυτές τις περιπτώσεις το υποκείμενο πνίγεται από την υπεραπόλαυση που το κατακλύζει. Και προοδευτικά προκύπτουν τα διάφορα σωματικά και νοητικά συμπτώματα. Είναι συχνές οι φράσεις στις κρίσεις άγχους: νιώθω ότι πνίγομαι, σαν να χάνω τον εαυτό μου, σαν να μην ξέρω που βρίσκομαι, σαν να έχω μια ομίχλη στο κεφάλι, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Όπως επίσης και οι φράσεις: έχω ένα βάρος στο στήθος, δεν μπορώ να αναπνεύσω, φοβάμαι ότι θα μου συμβεί κάτι κακό κλπ. Το υποκείμενο αντιμέτωπο με το ανοίκειο φαινόμενο της συνάντησης με το πραγματικό της απόλαυσης δίνει την λύση του άγχους.

 

Το άγχος είναι επομένως η λύση που δίνει το ίδιο το υποκείμενο σε αυτή τη συνάντηση.

 

Εάν το άγχος είναι ένα σινιάλο και μία απάντηση στη συνάντηση με το πραγματικό της απόλαυσης, τότε, προχωρώντας λίγο πιο πέρα στην θεωρία, το άγχος πυροδοτείται όταν από το υποκείμενο λείπει, απουσιάζει η έλλειψή του. Όταν έχουμε δηλαδή έλλειψη της έλλειψης. Πρόκειται για μια φράση ομολογουμένως δύσκολη με αρκετές θεωρητικές συνδηλώσεις. Αλλά εδώ θα περιοριστούμε μόνο στο να πούμε πως η έλλειψη είναι η συγκροτητική συνθήκη δόμησης του υποκειμένου. Είναι βάσει αυτής της έλλειψης που δημιουργείται και μπαίνει στην υποκειμενική λειτουργία η επιθυμία. Η επιθυμία για κάτι, η επιθυμία να δημιουργούμε σχέσεις, η επιθυμία να έχουμε στόχους, η επιθυμία, εν ολίγοις, για ζωή. Είναι αδύνατον να γεννηθεί η επιθυμία στο υποκείμενο αν πρώτα δεν έχει υπάρξει η έλλειψη.

 

Επομένως, απαντώντας στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε, είναι η έλλειψη της έλλειψης το αίτιο εξαιτίας του οποίου η υποκειμενική λειτουργία αποτυγχάνει να σταθμίσει και να ανταπεξέλθει σε αυτή την εισβολή του μη-νοήματος, στη συνάντηση με το πραγματικό της απόλαυσης.

 

Παναγιώτης Μποκολής

Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής Ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης

Υποψήφιος Διδάκτωρ – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Scroll to Top