Εισαγωγή στο Άγχος – Η φροϋδική θεώρηση (Άγχος 1ο Μέρος)

22 Μαρτίου, 2022

 

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για το άγχος μέσα σε λίγες γραμμές, ιδιαίτερα όταν το επεξεργάζεται μέσα από το φακό της ψυχανάλυσης. Το άγχος είναι ένα φαινόμενο που δεν κάνει διακρίσεις ως προς το φύλλο ή την ηλικία και η πρώτη «συνάντηση» με αυτό συμβαίνει ήδη κατά την παιδική ηλικία.

 

Η συνάντηση αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να είναι αιφνίδια, ακατανόητη, επώδυνη, αινιγματική και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να χαρακτηρίζεται από περιοδικότητα. Ωστόσο, δεν υπάρχει γενικός κανόνας που να περιγράφει το υποκειμενικό βίωμα του άγχους, εκτός ίσως από το δυσάρεστο συναίσθημα που το διακατέχει. Το σύγχρονο υποκείμενο έρχεται ολοένα και πιο συχνά αντιμέτωπο με το άγχος και πολλές φορές στέκεται ανήμπορο ή απροετοίμαστο να το αντιμετωπίσει.

 

Εμπειρικά και φαινομενολογικά η ανάδυση του άγχους είναι μία ξαφνική και απροειδοποίητη «επίθεση» για την οποία κανείς δεν μπορεί να πει πως, γιατί και από πού προέρχεται. Συνήθως περιγράφεται μέσω των εκδηλώσεών του: γρήγορες αναπνοές, ταχυκαρδία, ζάλη, αίσθηση κατάρρευσης, απώλεια αισθήσεων σε κάποιες περιπτώσεις, αίσθηση καρδιακής ανεπάρκειας, τρέμουλο, ιδρώτας κλπ. Πολλές φορές συνοδεύεται από αίσθηση πίεσης, καψίματος στο κεφάλι ή στο σώμα, κόμπο στο λαιμό, θυμό.

 

Όταν εμφανίζεται, το υποκείμενο δεν μπορεί να το κατανοήσει, ούτε να λεκτικοποιήσει το αίτιο που το προκαλεί. Κατά συνέπεια προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νόημα για να εξηγήσει το μη-νόημα που του «επιτίθεται». Είναι συχνές οι φράσεις «βρίσκομαι σε πανικό» ή «έχω άγχος γιατί περνάω μια δύσκολη φάση στη ζωή του» ή «έχω άγχος γιατί δεν έχω αυτοπεποίθηση» ή «είμαι πολύ καλά αλλά δεν ξέρω γιατί μου συμβαίνει κάτι τέτοιο».

 

Συνήθως πυροδοτείται από ή συνδέεται με κάποια εκλυτική συγκυρία. Για παράδειγμα, κάποια γιορτή, την ανάμνηση ενός γεγονότος, το άκουσμα μιας είδησης, μια μετακόμιση ή μια αλλαγή σχολικού πλαισίου, την αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος με την συνακόλουθη μεταβολή σε αποδοχές ή εργασιακές ευθύνες. Συχνή πηγή ανάδυσης άγχους μπορεί επίσης να είναι η σχέση των φύλων και η ματαίωση των γαμήλιων όρκων ή φαντασιώσεων, η σχέση του υποκειμένου με την έμφυλη ταυτότητα, την σεξουαλική του προτίμηση, αλλά ακόμα και η ίδια η διαδικασία φυλομετάβασης. Συχνό επίσης φαινόμενο του άγχους μπορεί να είναι μια χρόνια υπαρξιακή αναζήτηση είτε χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο είτε αναφορικά με την ανάληψη της μητρότητας, της πατρότητας ή της τεκνοποίησης εν γένει αλλά ακόμα και η αγωνία μπροστά στο φάσμα της συνταξιοδότησης και η αίσθηση του τέλους της «ενεργής» ζωής που αυτή συνεπάγεται.

 

Κάποιες φορές οι κρίσεις άγχους έχουν μεγάλη διάρκεια και προκειμένου το υποκείμενο να ανταπεξέλθει επιδίδεται σε μία μάταιη, εναγώνια προσπάθεια εντοπισμού μιας οργανικής αιτίας. Δεν είναι σπάνιο σε αυτές τις περιπτώσεις το υποκείμενο να απομονώνεται για να αποφύγει το ενδεχόμενο επιδείνωσής και η ζωή του να περιστρέφεται γύρω από την αποφυγή της πιθανότητας μιας επανεμφάνισης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το άγχος γίνεται ο «ανοίκειος σύντροφος» του υποκειμένου.

 

Η προσπάθεια εξήγησης του άγχους ήταν από τα πρώτα αντικείμενα ψυχαναλυτικής διερεύνησης του Freud. Στην έρευνά του ο πατέρας της ψυχανάλυσης θα υποστηρίξει πως πρόκειται για ένα δυσάρεστο συναίσθημα αναμονής επικείμενου κινδύνου με το αίτιο του να παραμένει ασυνείδητο. Πρόκειται για το Unheimlich, το ανοίκειο. Στο πλαίσιο της αιτιογένεσης του θα αναδείξει την ιδιαίτερη σχέση εξάρτησης του βρέφους από την τροφό του. Η πρωιμότητα που διέπει τη βρεφική ηλικία, δεν επιτρέπει στο νήπιο να αντιμετωπίσει την αύξηση στην ένταση που προκύπτει από τα τεράστια ποσά ενστικτώδους διέγερσης που βιώνει, όπως για παράδειγμα από την ανάγκη του για τροφή. Βαθμιαία το νήπιο συνειδητοποιεί ότι η μητέρα μπορεί να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την αγωνιώδη κατάσταση μέσω της ικανοποίησης των αναγκών του. Το βρέφος συνήθως κλαίει, η μητέρα ανταποκρίνεται. Ο φόβος όμως της απώλειας της βιώνεται ως κίνδυνος και η εμπειρία αυτή αποτελεί το σινιάλο του άγχους του.

 

Δηλαδή, μέσα από την επαναλαμβανόμενη εμπειρία της απουσίας – παρουσίας της μητέρας, κύκλοι αιτήματος (από το βρέφος) – ικανοποίησης (από την μητέρα), το βρέφος επενδύει λιβιδινικά και συγκροτεί προοδευτικά το πιο προσφιλές του αντικείμενο δηλαδή το μητρικό. Μπορούμε εδώ να υποθέσουμε το ψυχικό σοκ που μπορεί να προκαλέσει στο νήπιο μια τέτοια απώλεια, αλλά και να αναρωτηθούμε για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η ατέρμονη απουσία-παρουσία στην εξέλιξη της ίδιας της υποκειμενικής λειτουργίας του.

 

Η αναγνώριση από το υποκείμενο της οριστικής απώλειας αυτού του αντικειμένου μπορεί να το οδηγήσει μεταξύ άλλων στη θλίψη, την απογοήτευση, την νοσταλγία, την μελαγχολία ή ακόμα και την άρνηση αποδοχής αυτής της απώλειας. Σε κάθε περίπτωση, η απώλεια αυτή γίνεται το πρότυπο για όλες τις μελλοντικές εκδηλώσεις άγχους. Ο Freud θα εντοπίσει τις εκδηλώσεις του άγχους στα ακόλουθα τρία πεδία:

  • Άγχος για την απώλεια της αγάπης του αντικειμένου
  • Άγχος ευνουχισμού
  • Άγχος για την απώλεια της αγάπης του Υπερεγώ

 

Σε αυτή την πολύ συνοπτική φροϋδική θεώρηση και διακινδυνεύοντας μεγάλο βαθμό έκπτωσης στην επεξήγηση της αιτιογένεσης του, το άγχος συνδέεται με το φόβο επανάληψης πρώιμων αγχογόνων εμπειριών αλλά και την σύνδεση τους με διάφορες φαντασιώσεις που αφορούν το μητρικό αντικείμενο αλλά και εν γένει εκείνο του πατέρα [..]

 

Παναγιώτης Μποκολής

Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής Ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης

Υποψήφιος Διδάκτωρ – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Scroll to Top