Οι συνέπειες ενός διαζυγίου είναι σημαντικές για ένα παιδί. Όσο μικρότερη είναι η ηλικία του, το συναισθηματικό και νοητικό του επίπεδο και όσο πιο δυσχερής είναι η φύση του διαζυγίου με βιώματα έντονων συγκρούσεων μεταξύ των γονέων, τόσο πιο καθοριστικές είναι οι επιπτώσεις για ένα παιδί.
Το παιδί έχει την τάση να παίρνει μηνύματα και να φτιάχνει το δικό του σενάριο. Γι ‘ αυτό ακριβώς το λόγο, συχνά παρατηρείται ότι το παιδί αισθάνεται το ίδιο, ένοχο για το χωρισμό των γονιών του.
Επίσης, μπορεί να νιώσει ότι χρειάζεται να πάρει το μέρος του ενός γονιού έναντι του άλλου, ειδικά αν πριν το διαζύγιο ο ένας γονιός το χρησιμοποιούσε ως σύμμαχο και εξέθετε τον άλλο γονέα στα μάτια του παιδιού.
Τα συνήθη συναισθήματα που το διακατέχουν είναι άγχος, απόρριψη, ανασφάλεια και έντονη συναισθηματική φόρτιση. Όλη αυτή η εσωτερική ένταση εκφράζεται πολλές φορές αρνητικά σε διάφορους τομείς της ζωής του και κυρίως στο σχολικό περιβάλλον.
Το παιδί ενδέχεται να εμφανίσει διαταραχές στη συμπεριφορά του, προβλήματα στην επικοινωνία του ή/και στα μαθήματά του.
Ένα διαζύγιο που χαρακτηρίζεται από έντονες συγκρούσεις, έλλειψη επικοινωνίας και σεβασμού μεταξύ των γονέων αποτελεί κακό πρότυπο συζυγικής συμπεριφοράς για το παιδί και μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί πλήγμα για το θεσμό του γάμου ή ακόμα και για το αντίθετο φύλο σε ορισμένες περιπτώσεις.
Σε όλες αυτές τις δυσκολίες έρχονται να προστεθούν και οι πρακτικές δυσκολίες, όπως πιθανές οικονομικές δυσχέρειες, αλλαγή στέγης, γειτονιάς, πολύ συχνά και σχολείου, γεγονός που εντείνει τη δυσφορία του παιδιού, εφόσον είναι αναγκασμένο να αποχωριστεί και τους φίλους του.
Οι γονείς λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες ενός διαζυγίου για το παιδί, χρειάζεται να έχουν ως πρώτο μέλημά τους την απενοχοποίηση του παιδιού. Είναι σημαντικό να του εξηγήσουν δηλαδή, ότι η απόφαση των γονέων είναι αμοιβαία, ότι δεν ταιριάζουν πλέον μαζί και θα είναι καλύτερη η ζωή τους χωριστά, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν έφταιξε το παιδί για αυτό το χωρισμό.
Επίσης, χρειάζεται να το διαβεβαιώσουν ότι το αγαπάνε ακόμα το ίδιο και οι δύο γονείς. Επιπλέον, οι γονείς δεν είναι καλό να αναμειγνύουν το παιδί σε οποιαδήποτε μεταξύ τους σύγκρουση, ούτε ως «σύμμαχο», ούτε ως «δικαστή». Είναι βασικό να διατηρούν το γονεϊκό τους ρόλο, ώστε να εξασθενεί η ανασφάλεια που μπορεί να νιώθει το παιδί.
Πολύ σημαντικό είναι επίσης, να μην ενοχοποιούν ο καθένας τον εαυτό του ή ο ένας τον άλλον, αλλά να κρατούν μια κοινή στάση του τύπου «αποφασίσαμε ότι θα συνεχίσουμε τη ζωή μας χωριστά». Οι γονείς χρειάζεται να αναφέρονται με σεβασμό στον άλλο γονέα, να μην αποκαλύπτουν λεπτομέρειες του διαζυγίου, αιτίες ή κατηγορίες για τον άλλο γονέα. Να ξεκαθαρίζουν στο παιδί ότι παραμένουν οι γονείς του και ότι τίποτα δεν θα αλλάξει στη στάση τους απέναντί του. Να βρίσκονται υποστηρικτικά κοντά στο παιδί, να του δώσουν χρόνο να συνηθίσει στις αλλαγές και να του υπενθυμίζουν ότι συνεχίζει να έχει δύο γονείς, καθώς χώρισαν μεταξύ τους ως ζευγάρι, αλλά σαν γονείς δεν χωρίζουν ποτέ από το παιδί τους.
Η επικοινωνία και ο διάλογος των γονέων με το παιδί είναι το καλύτερο εργαλείο για να επιλύονται όλα τα προβλήματα που προκύπτουν.
Σε περίπτωση βέβαια, που παρατηρούνται αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού ή προβλήματα στο σχολείο, τα οποία παρατείνονται ή γίνονται εντονότερα, οι γονείς δεν θα πρέπει να αμελήσουν το παιδί, αλλά καλό θα ήταν να συμβουλευτούν κάποιον ειδικό.
Βασιλική Δημητρακοπούλου
MSc Ψυχολόγος